- μαλάς
- Βλ. λ. Μέλας.
* * *οτο όργανο με το οποίο μαλάζεται ο πηλός, το μυστρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mala].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάλας — Μάλᾱς , Μάλης masc acc pl Μάλᾱς , Μάλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλας — μάλᾱς , μάλη arm pit fem acc pl μάλᾱς , μάλη arm pit fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JULUS — I. JULUS Aeneae, fil. qui et Ascanius. Virg. Aen. l. 1. v. 271. At puer Astanius, cuis nuc cognomen Iulo Additur (Ilus erat, dum res stetit Ilia regno.) II. JULUS Graece Ι῎ουλος, carminis genus, quo in messe olim Ceretem et Liberam Graeci,… … Hofmann J. Lexicon universale
Μαλεάτας — Προσωνυμία του Απόλλωνα στο Κυνόρτιο όρος, κοντά στην Επίδαυρο, όπου υπήρχε ιερό αφιερωμένο στον θεό. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι στο ιερό αυτό υπήρχε βωμός από τον 7o αι. π.Χ. Η προσωνυμία αυτή, που ήταν γνωστή και στη Σπάρτη και στην Τρίκκη,… … Dictionary of Greek